ηδυμιγής

ηδυμιγής
ἡδυμιγής, δωρ. τ. ἁδυμιγής, -ές (Α)
αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β' ε-μίγ-ην), πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”